μικροπτέρυξ

μικροπτέρυξ
η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
το θηλ. η μικροπτέρυξ
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών
αρχ.
αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + πτέρυξ, -υγος (πρβλ. μελανο-πτέρυξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροπτερύγων — μικροπτέρυξ with small wings masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”